- κατασεισμός
- κατασεισμός, ὁ (Α) [κατασείω]η κατάσεισις*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασεισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεισμοῖς — κατασεισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεισμοῦ — κατασεισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεισμούς — κατασεισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεισμῷ — κατασεισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)